-
1 конкурировать
-
2 конкурировать
-рую, -руешь ρ.δ.1. ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι• αμιλλώμαι.2. παλ. διαγωνίζομαι, μετέχω σε διαγωνισμό. -
3 compete
1) διαγωνίζομαι2) συναγωνίζομαι
См. также в других словарях:
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek
αναμετρώ — ( έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και άω) 1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ 2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά 3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ 4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαι νεοελλ. μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι αρχ. Ι. ενεργ., 1.… … Dictionary of Greek
εναμιλλώμαι — ἐναμιλλῶμαι ( άομαι) (Α) συναγωνίζομαι σε κάτι, διαγωνίζομαι … Dictionary of Greek